θυννοσκοπία

θυννοσκοπία
θυννοσκοπ-ία, ,
A watch for tunnies, Str.17.3.16 (s.v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυννοσκοπία — θυννοσκοπία, ἡ (Α) [θυννοσκόπος] 1. παρακολούθηση τών κινήσεων τών τόν(ν)ων 2. μτφ. άγρυπνη προσοχή …   Dictionary of Greek

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”